Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: έκτρωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έκτρωση η [éktrosi] Ο33 : (ιατρ.) η πρόωρη απόσπαση του κυήματος (του εμβρύου) από τη μήτρα με τεχνητά ή φαρμακευτικά μέσα· άμβλωση.

[λόγ. < αρχ. ἔκτρω(σις) `αποβολή εμβρύου΄ -ση από σφαλερή ταύτιση προς το αρχ. ἄμβλωσις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go