Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: έκστασις
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
έκστασις η.
  • 1) Σύγχυση του νου, παραφροσύνη:
    • (Ερμον. Χ μετά στ. 16).
  • 2) Ταραχή, ανησυχία, στενοχώρια:
    • (Λίβ. Esc. 335).

[αρχ. ουσ. έκστασις. Η λ. και σήμ. (η)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go