Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: έκπαλαι
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
έκπαλαι, επίρρ.
  • Από παλιά:
    • έκπαλαι το γένος του ήσαν μεγάλοι αυθέντες (Κορων., Μπούας 13).

[μτγν. επίρρ. έκπαλαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go