Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άωρα1 [áora] adv (L)
- ① at an inopportune time, untimely (syn ανεπίκαιρα, παράκαιρα)
- ② untimely, prematurely (syn πρόωρα)
[fr MG άωρα, der of άωρος2]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άωρα2 [áora] τα, (L)
- the early hours:
- poem [εχτός αν] κάμει το θάμα του ο ουρανός και στ' ~της νυχτός | μακρόθυμος τον κεραυνό του κάτω στείλει (Gryparis)
[fr kath τα άωρα, substantiv. n pl of άωρος2]
- the early hours:



