Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άψιλος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άψιλος -η -ο [ápsilos] Ε5 : (οικ.) άφραγκος.

[α- 1 ψιλ(ά) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άψιλος, -η, -ο [ápsilos]
  • having no money, penniless, broke (syn in αδέκαρος):
    • έχεις τουλάχιστον καμιά ψιλή .. ή μας ήρθες ~εδώ μέσα; (Nirvanas)

[cpd w. τα ψιλά 'money' (cf syn τα λεπτά & λεφτά)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες