Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άψε-σβήσε [ápsezvíse] adv (& στο άψε-σβήσε) phr
- very quickly, in no time at all, in a flash, in a jiffy (syn phr άναψε-σβήσε, στο πι και φι, τάκα τάκα, τσάκα τσάκα, ώσπου να πεις κύμινο):
- έφαγε, έφυγε ~| πήγε κι ήρθε ~ |
- τέλειωσε η δουλειά του στο ~ |
- έμαθε γερμανικά στο ~ |
- η φρεσκάδα του κοριτσιού περνάει ~ (Xenop) |
- ό,τι έλεγα, αυτός θα το επιδοκίμαζε ~ (Terzakis) |
- μας βοήθησαν να κάνουμε στο ~ τα ψωνάκια μας (EKazantz) |
- φόρεσε στο ~ ένα ξεμανίκωτο πουκάμισο (Tachtsis) |
- poem ψηφίζουν ~και την άλλη | αρνιούνται την απόφαση που πήραν (Stavrou Ar)
[fr postmed (Somavera) άψε σβήσε ← άψον σβέσον, i.e., 2sg aor imper άψον (of άπτω) 'light' and 2sg aor imper σβέσον (of σβεννύω) 'extinguish']
- very quickly, in no time at all, in a flash, in a jiffy (syn phr άναψε-σβήσε, στο πι και φι, τάκα τάκα, τσάκα τσάκα, ώσπου να πεις κύμινο):



