Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άχρονα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
άχρονα [áxrona] adv (L)
  • without reference or regard to time:
    • το θετικό δίκαιο .. εμφανίζεται αδελφωμένο με τον ~ |
    • το πρόβλημα του κακού συχνά το επισημαίνουν .. εντελώς ~, αντιιστορικά και αφηρημένα (Dizikirikis)

[der of άχρονος; cf αχρόνως 'timelessly etc']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go