Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άχου
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άχου [áxu] επιφ. : (λαϊκότρ.) δηλώνει: 1. λύπη, συμπαράσταση: ~ τι έπαθε, ο καημένος! 2. πόνο: ~ το πόδι μου! 3. αγάπη, τρυφερότητα: ~ το, το κοριτσάκι μου!

[τουρκ. ahu! `συφορά!΄ (“του αχ”)]

[Λεξικό Γεωργακά]
άχου [áxu] (& αχού) excl
  • expressing
  • ① pain or discomfort ah, oh ouch (syn in αχ 2):
    • αχού, μανούλα μου, αχού! με σφάζουν οι φονιάδες (Lamprou)
  • ⓐ grief, sorrow, or regret oh (syn in αχ 2b):
    • αχού, Bεργινία μου, τι κακό που σου 'ρθε (Christomanos) |
    • τι θα γενώ, ~, αφεντάδες μου, λυπηθείτε με (Petsalis)
  • ② wish, request, or expectation oh (syn in αχ 3):
    • αχού, .. να 'μουνα τριανταπέντε! τι άλλο ήθελα! τα πέρασα τα σαράντα, πασά μου (Petsalis) |
    • ~, ~, ας ήτανε κι ο Γιάννης μου εδώ, να μας ψυχώσει (id.)
  • ③ anger or threat (syn αχ 4)
  • ④ amusement or derision haha (syn in αχά2):
    • 'αχού!' με διέκοψε γελώντας ο μπαρμπα-Σταυρής 'και πού να σ' ακούγανε μερικοί, που 'χουνε βάρκες, καλάμια, δίχτυα' (Segditsas)
  • ⑤ surprise eh (syn βρε, μπα, ω):
    • folkt πέσανε τότε .. τα καρύδια κι ένας από τους κλέφτες φώναξε '~! πέφτει χαλάζι'
  • ⑥ exasperation or annoyance oof (syn ουφ, ώχου):
    • αχού! .. πού θες να το ξέρω; μπας και θαρρείς πως πέρασα το βιος μου πάνω στα δεφτέρια; (Segditsas) |
    • poem αχού! φωνάζω, δε γροικάς; χτυπώ στο χώμα τις πατούσες (Kazantz Od 20.729)

[der of άχ; cf ώχου (ωχ)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχουγιάζω s. χουγιάζω.
[Λεξικό Γεωργακά]
αχουζούρευτος, -η, -ο [axuzúreftos]
  • having no relaxation or free time

[cpd w. *χουζουρευτός (: χουζουρεύω) 'take a rest, take one's ease, relax'; cf der χουζούρεμα 'cosiness']

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχούρι το [axúri] Ο44 : 1.(λαϊκότρ.) στάβλος. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός εξαιρετικά ακατάστατου και βρόμικου χώρου.

[μσν. αχούρι < τουρκ. ahur, ahιr (από τα περσ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
αχούρι το· αχούριον.
  • Ιπποστάσιο, στάβλος:
    • τ’ άλογα στ’ αχούρια τους (Κορων., Μπούας 76).

[<τουρκ. ahur, περσ. προέλ. Τ. ιν τον 11. αι. (LBG). Η λ. στο Du Cange (η) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχούρι [axúri] το,
  • ① stable (syn στάβλος):
    • folkt κατέβηκε λοιπόν εκείνο το βράδυ στο ~ του, έκατσε σε μιαν άκρη κι άκουε τι λέγανε μεταξύ τους τα ζώα (Loukatos) |
    • και κοπέλι έγινα στ' ~ ενός πλούσιου, να φροντίζω για τ' άλογα (Psichari) |
    • folks. κλαίνε τ' αχούρια γι' άλογα και τα τζάμια γι' αγάδες (Theros) |
    • poem το χνούδι της κουβέρτας | έπεφτε μαλακά σαν τη χαίτη του αλόγου που γύρισε στ' ~ (Ritsos)
  • ② fig very dirty or disordered place, pigsty (syn γυφταριό, στάβλος):
    • ~ το 'κανε το δωμάτιο

[fr postmed αχούριν, -ιον 'id.' ← Turk ahir ← Pers achur]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχουρίλα [axuríla]
  • smell characteristic of a stable

[der of αχούρι w. suff -ίλα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχούφτιαστος, -η, -ο [axúftjastos] (& αφούχτιαστος)
  • ① not grasped or held in one's palm (syn αχούφτωτος 1, ant χουφτωμένος)
  • ② which cannot be held in one's palm (syn αχούφτωτος 2)

[cpd w. *χουφτιαστός (: χουφτιάζω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχούφτωτος, -η, -ο [axúftotos] (& αφούχτωτος)
  • ① = αχούφτιαστος 1
  • ② = αχούφτιαστος 2

[cpd w. *χουφτωτός (: χουφτώνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες