Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άφρονος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
άφρονος, επίθ.
  • Ανόητος, ασύνετος:
    • (Φαλιέρ., Ιστ. 182).

[<αρχ. επίθ. άφρων. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άφρονος, -η, -ο [áfronos] (L)
  • mindless, foolish, unwise, not sensible (syn in άμυαλος2 1):
    • άφρονη ιδέα |
    • άφρονα λόγια |
    • βανδαλισμοί δύο άφρονων νέων |
    • άσκοπη και άφρονη πολιτική |
    • αποδεικνύει .. την υπεροχή των πνευματικών ηδονών της φιλόσοφης ψυχής πάνω από τις υλικές ηδονές της άφρονης τυραννικής ψυχής (Kakridis) |
    • poem να λογαριάσουμε την άμμο των χαμένων ημερών μας, | που γλίστρησε απ' την άφρονη καρδιά μας (Melissanthi)

[fr postmed *άφρονος, der of άφρων]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go