Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άφεση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άφεση η [áfesi] Ο33 : α.συνήθ. ~ αμαρτιών, συγχώρεση ηθικών αμαρτημάτων ή άλλων σφαλμάτων: Δίνω / παίρνω ~ αμαρτιών. β. (λογοτ.) εγκατάλειψη: H ~ στην ορμή της έμπνευσης δημιούργησε τις προϋποθέσεις της εύκολης στιχουργίας. || απαλλαγή από κτ. που δεσμεύει, περιορίζει ή από υποχρέωση.

[λόγ. < αρχ. ἄφε(σις) -ση `άφημα΄, ελνστ. σημ.: `συγχώρεση΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
άφεση [áfesi] η, gen άφεσης & αφέσεως, (L)
  • ① letting (o.s.) go, release, abandonment, surrender (syn εγκατάλειψη, παράδοση):
    • λυρική, ποιητική, συναισθηματική, ψυχική ~ |
    • η περιπέτεια είναι μια μορφή ελευθερίας, μια ~ στο ενδεχόμενο ή στο απρόοπτο (Panagiotop) |
    • ~ του χεριού μας σε μια συνεχή γραφή (Karantonis) |
    • ο έρωτας .. δεν είναι η ελεύθερη χαρά της άφεσης και η ανυποψίαστη μέθη των αισθήσεων (Sachinis)
  • ② discharge fr obligation or responsibility, release, remission (near-syn απαλλαγή 2b):
    • αργά ή γρήγορα θα ψηφιστεί γενική ~ των χρεών (Roufos)
  • ⓐ specif remission of sins, indulgence, absolution, forgiveness (syn συγχώρεση):
    • μας φανερώνει τον τρόπο, που θα πετύχουμε απ' τον ουράνιο πατέρα την ~ για τα κρίματά μας (Bastias) |
    • έκαναν εξομολόγηση των πιστών και τους έδιναν ~ αμαρτιών (ChZalokostas) |
    • να προσπέσει στο μεγάλο κριτή και να ζητήσει την ~ (Panagiotop) |
    • τα ωφελιμιστικά δόγματα της κοινωνικής αμαρτίας και της αφέσεώς της φέρνουν για καρπό τους ψευδολυτρώσεις (Papatsonis) |
    • poem μην ελπίζεις ~, μην περιμένεις χάρη (AMatsas)
  • ③ release fr (milit) service, discharge, retirement (syn απόλυση 1, αποστράτευση 1):
    • ήτανε χρόνια χωροφύλακας κι είχε πάρει τότε κοντά την άφεσή του (KChatzop)
  • ④ AG athl starting point in races, starting post, start (syn αφετηρία 1, βαλβίδα)

[fr kath άφεσις ← MG, PatrG ← K (also pap), AG ἄφεσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες