Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άφαντα
7 items total [1 - 7]
[Λεξικό Κριαρά]
άφαντα, επίρρ.
  • 1) Xωρίς να φαίνεται κάπ. ή κ.:
    • (Mαρκάδ. 258).
  • 2) Aπερίσκεπτα:
    • μη τα εξοδιάσεις άφαντα εις καπηλειά και πόρνας (Διδ. Σολομ. P 132).

[<επίθ. άφαντος. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφάνταστα [afándasta] adv
  • unimaginably, incredibly, inconceivably, extremely (syn απίθανα 3, απίστευτα, αφαντάστως):
    • ~ ευτυχισμένος, λυπητερός, πλούσιος, πολύπλοκος, ωραίος |
    • ~ γρήγορα, μακριά |
    • διασκεδάζει, πονεί, υποφέρει ~ |
    • τον βασανίζει, τον εξοργίζει, τον συμπαθεί ~ |
    • αυτά τα ανσάμπλ κολακεύουν ~ τη σιλουέτα |
    • είναι ~ ποικίλες οι αισθητικές τάσεις των Bυζαντινών (Kanellop) |
    • αυτό που έκανες σε ανεβάζει .. ~ ψηλά μες στη συνείδησή μου (Petsalis) |
    • η φήμη τον παρίστανε ~ σκληρό κι αιμοβόρο άνθρωπο (Venezis) |
    • σχηματίζουν μια συμπαγή δέσμη εκτυφλωτικού φωτός, που καίει ~(APapavasileiou)

[der of αφάνταστος; cf αφαντάστως]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφάνταστος -η -ο [afándastos] Ε5 : που είναι τόσο μεγάλος, πολύς κτλ., ώστε δεν μπορεί να τον φανταστεί κάποιος, που ξεπερνά τα όρια και της πιο ζωηρής φαντασίας· απερίγραπτος, φοβερός: Aφάνταστη καταστροφή. ~ πόνος. || Είναι αφάνταστο πόσο υπέφερα. αφάνταστα ΕΠIΡΡ (συνήθ. ως επιτατικό επιθέτου που ακολουθεί): ~ μεγάλη καταστροφή.

[ελνστ. ἀφάνταστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφάνταστος, -η, -ο [afándastos]
  • unimaginable, incredible, inconceivable (syn απίθανος, απίστευτος):
    • ~ ηρωισμός, κόπος, πλούτος, πόνος |
    • αφάνταστη γοητεία, ευτυχία, καλοσύνη, παλληκαριά, ψυχραιμία |
    • αφάνταστη εκμετάλλευση, περιπέτεια, ποικιλία, ταχύτητα, τρομοκρατία |
    • αφάνταστες δυσκολίες, κακουχίες |
    • αφάνταστο μαρτύριο, πείσμα |
    • αφάνταστα δεινά, κέρδη, νέα |
    • ξοδεύει αφάνταστα ποσά |
    • βλέπω .. πώς υπακούουν σε καινούργιους αφάνταστους μηχανισμούς τα όπλα (Palam) |
    • τα μέσα της δημοσιότητας έχουν .. τελειοποιηθεί σε αφάνταστο βαθμό (Papanoutsos) |
    • σκηνοθετεί την πρώτη επίσημη εμφάνισή της με αφάνταστη δεξιοτεχνία (Panagiotop) |
    • είναι αφάνταστο μ' αυτό τον άνθρωπο· πάσχει από μια ανίατη .. συμπόνια (Terzakis) |
    • poem από αφάνταστ' ηδονή το κύμ' ανατριχιάζει (Karyotakis)

[fr PatrG, K ἀφάνταστος 'unimaginative', cpd w. φανταστός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφαντάστως [afandάstos] adv (L)
  • unimaginably, incredibly, extremely (syn αφάνταστα):
    • ό,τι έχουν να πουν αυτοί, είναι για μένα ~ πρωτότυπο (Chatzinis)

[fr kath αφαντάστως ← PatrG 'really, not imaginarily' Maximus Conf., ambig. (Migne, 91.1049 D), K (Philo 1.641), cpd w. φανταστῶς 'w. imagination' (Syrianus in Metaphysica commentaria, 117.14)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφάνταχτα [afándaxta] adv
  • ① not flashily or gaudily (ant φανταχτερά)
  • ② not pretentiously or conceitedly (near-syn απερηφάνευτα)

[der of αφάνταχτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφάνταχτος, -η, -ο [afándaxtos]
  • ① not flashy or gaudy (ant φανταχτερός):
    • αφάνταχτο σπίτι, φόρεμα
  • ② not pretentious or conceited (near-syn απερηφάνευτος):
    • ~άρχοντας, καλλιτέχνης

[cpd w. φανταχτός (: φαντάζω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go