Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άττον το· άττο· νάττο.
-
- 1) Πράξη· κατόρθωμα, στρατήγημα:
- εβούθησεν … το άττον του κοντοστάβλη (Mαχ. 5241).
- 2)
- α) Στάση, παράστημα του σώματος:
- στης αντρειάς το νάττο (Eρωτόκρ. B´ 1322)·
- β) νάζι:
- εσκέφθηκε τα άττη της (Θησ. Δ´ [617]).
- α) Στάση, παράστημα του σώματος:
- 3) Nεύμα, χειρονομία, «σινιάλο»:
- του Δούκα κάνω νάττο (Στάθ. Γ´ 17).
- 4) Πράξη θεατρικού έργου:
- Tέλος … του άττου (Πανώρ. E´ μετά στ. 422).
[<ιταλ. atto - βεν. ato. O τ. νάττο και σήμ. κρητ.]
- 1) Πράξη· κατόρθωμα, στρατήγημα:



