Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άτονα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
άτονα, επίρρ.
  • Xωρίς ένταση, χαλαρά, αδύναμα:
    • Eάν ο ιέραξ τινάσσηται άτονα (Oρνεοσ. αγρ. 52617).

[<αρχ. επίθ. άτονος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άτονα [átona] adv (L)
  • without zest or vigor, languidly, feebly (near-syn άψυχα, ant έντονα, ζωηρά):
    • απάντησε, γύρισε, διάβασε, κουνήθηκε, φώναξε, χαμογέλασε ~ |
    • η αγάπη για τον άνθρωπο .. χρωματίζει κάθε σελίδα του, πότε ζωηρά και πότε κάπως ~ (Charis) |
    • στέκεται όρθιος, .. με τα χέρια κρεμασμένα ~ (Karagatsis) |
    • η ανάκριση συνεχίστηκε ~ ύστερα απ' αυτή την ταραχή (Theotokas) |
    • φέρεται προς τη μια ή την άλλη εκδήλωση πότε εντονότερα και πότε ατονότερα (Papanoutsos) |
    • poem .. δεχόμαστε τον εμπαιγμό, | ~ κοιτώντας, παθητικά, τ' αστέρια (Karyotakis)

[fr MG άτονα, der of άτονος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go