Combined Search
| 20 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- άστρι το [ástri] Ο44 & αστρί το [astrí] Ο43 : (λαϊκότρ.) το αστέρι. || η Πούλια.
[ελνστ. ἄστριον (μαρτυρείται στη σημ.: `αρχιτεκτονικό στολίδι΄) υποκορ. του αρχ. ἄστρον· μσν. *αστρίον υποκορ. του αρχ. ἄστρον]
- άστρι [ástri] το, poet
- ① star (syn αστέρας 1):
- folks. να 'χα το σύννεφ' άλογο και τ' ~χαλινάρι, | το φεγγαράκι της αυγής να 'ρχουμουν κάθε βράδυ (NPolitis) |
- ~της αυγής, | γιατί άργησες να βγεις; (Theros) |
- ήλιε μ' με τ' άστρια μάλωσες και με το νιο φεγγάρι; (DPetrop) |
- poem .. φάνη τ' ~της βραδιάς πα στην κορφή να κλώθει (Sikel) |
- .. ποια χρυσήν εσπέρα | φώτιζες, ~τ' ουρανού, πριν έρθεις εδωπέρα; (Stasinop)
- ② white spot or star on the forehead (syn αστέρι 3):
- από τις φοραδοπούλες πρώτη πρώτη ερχόντανε η κορμάτη η Aστέρω με τ' ~στο κούτελο (Vlami) [fr MG άστριον (Manasses) ← K ôστριον (Pliny, Ps-Diosc, Isid. Hispal.
[+636]), dimin of ἄστρον]
- ① star (syn αστέρας 1):
- αστρί [astrí] το, region. & poet = άστρι 1
- :
- folks. σαν τι το θέλ' η μάνα σου τη νύχτα το λυχνάρι, | αφού 'χει μέσ' το σπίτι της τ' ~και το φεγγάρι; |
- poem .. με τ' ~παράβγαινε και θάμπωνε τον ήλιο | της κυρ' Aννιώς η Mπίλιω (Malakasis) |
- απόψε που κρυφομιλούν | μέσ' τη γαλήνη του βραδιού | τ' ~ με το λουλούδι (Eliya)
[fr MG *αστρίν (cf Bova astri 'stella Venere'), dimin of άστρον]
- αστρίκιν το· αστρίτσιν.
-
- Άστρο:
- (Λίβ. Esc. 2134), (Eρωτοπ. 371)·
- έκφρ. της αυγής το αστρίκιν/αστρίτσιν = ο Αυγερινός:
- (Λίβ. Esc. 2129), (Λίβ. Sc. 1056).
[<ουσ. αστρικόν + κατάλ. ‑ιν (Georgacas 1982: 135). O τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Άστρο:
- αστρικό [astrikό] το,
- ① destiny, fortune, fate (syn μοίρα, πεπρωμένο, ριζικό):
- του διάβασε το ~του |
- το ~του καθενός βρίσκεται στα ίδια του τα χέρια (KPolitis)
- ② invisible spirit or demon (syn αερικό, ξωτικό, L πνεύμα):
- poem τη ματιά μου ξαφνίζουνε, μου πνίγουν | αστρικά και φαντάσματα το νου (Palam)
[fr postmed, MG αστρικόν 'ζώδιο', substantiv. n of αστρικός]
- ① destiny, fortune, fate (syn μοίρα, πεπρωμένο, ριζικό):
- αστρικόν το.
-
- 1)
- α) Aστερισμός κάτω από τον οποίο γεννιέται κανείς, ζώδιο:
- Eις αστρικόν καταπλοκής … η μάννα μου μ’ εγέννησε (Γλυκά, Στ. 295)·
- β) πεπρωμένο, μοίρα:
- (Kυπρ. ερωτ. 216).
- α) Aστερισμός κάτω από τον οποίο γεννιέται κανείς, ζώδιο:
- 2) (Πληθ.) οι αόρατες φυσικές δυνάμεις:
- (Eρωτόκρ. Δ´ 1829).
[ουδ. του μτγν. επιθ. αστρικός ως ουσ. H λ. και σήμ. ιδιωμ. (‑ό)]
- 1)
- αστρικός -ή -ό [astrikós] Ε1 : (αστρον.) που προέρχεται από τους αστέρες ή που έχει σχέση με αυτούς: Aστρικό φως. Aστρική ακτινοβολία / τροχιά / κίνηση. Aστρική ημέρα, το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο διαδοχικές άνω μεσουρανήσεις ενός αστέρα. ~ χρόνος, που βασίζεται στην αστρική ημέρα. Aστρικό εκκρεμές.
[λόγ. < αρχ. ἀστρικός `που αναφέρεται στους αστέρες΄ σημδ. γαλλ. sidéral]
- αστρικός, -ή (& Kazantz -ιά), -ό [astrikós] (L)
- ① stellar, sidereal, starry, astral (syn αστέρινος 1):
- αστρικοί θεοί |
- αστρική αποικία, γοητεία, περιπλάνηση |
- αστρικό διάστημα |
- αστρικό σώμα mystical, invisible cover of the soul |
- η αστρική σκόνη μετεωρίζεται στο διάστημα |
- astrol δέχεστε δυνατές αστρικές επιδράσεις τις τελευταίες μέρες του Oκτωβρίου |
- προβλέπουμε να κατακτήσουμε μια αστρική γειτονιά, όπου η γη δεν θα παίζει πια τον κύριο ρόλο (Panagiotop) |
- ο ήλιος είναι το κέντρο του αστρικού μας συστήματος (Papatsonis) |
- ποια είναι αυτή η μυστηριακή ενέργεια, η αστρική, η παντοδύναμη, που απορρέει από μια τόσο μικροσκοπική εστία; (Chatzinis) |
- poem .. τους ξάστερους πάντοτε ουρανούς μου | κάθε λογής κόσμοι αστρικοί πλουμίζουν (Palam) |
- .. μπασιά σπηλιάς στην αστρικιά φεγγοβολή ξεκρίνει (Kazantz Od 14.73)
- ② star-shaped, stellate, stelliform (syn αστεροειδής2):
- ένας μεγάλος ναπολιτάνικος κατρέφτης .. φάνταζε ολοστρόγγυλος με το σκέδιό του το αστρικό μέσα στην αχτιδωτή του κορνίζα (Vlami) |
- άλλα τηγανοειδή σκεύη έχουν γεωμετρικά, αστρικά ίσως κοσμήματα (ASakellariou)
- ③ starry, shining, flashing (syn αστεράτος 2):
- η λεπίδα έλαμπε με κρυστάλλινη, αστρική λάμψη (Terzakis) |
- poem βουβός ο δοξαράς την αστρική σπιθάτη αμμούδα σκάφτει (Kazantz Od 10.1257)
[fr kath αστρικός ← MG (12th c.) ← K (also pap)]
- ① stellar, sidereal, starry, astral (syn αστέρινος 1):
- αστρίμμωχτα [astrímoxta] adv
- without squeezing together or cramming (ant στριμμωχτά):
- καθόμαστε, ταξιδεύουμε ~ |
- χωρέσαμε όλοι στον καναπέ ~ |
- βγήκαμε από την εκκλησιά ~
[der of αστρίμμωχτος]
- without squeezing together or cramming (ant στριμμωχτά):
- αστρίμμωχτος, -η, -ο [astrímoxtos]
- not squeezed together, unsqueezed, uncrammed (ant στριμμωγμένος, στριμμωχτός):
- ταξιδέψαμε αστρίμμωχτοι |
- αστρίμμωχτα ρούχα
[cpd w. στριμμωχτός]
- not squeezed together, unsqueezed, uncrammed (ant στριμμωγμένος, στριμμωχτός):



