Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσπρος -η -ο
15 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άσπρος -η -ο [áspros] Ε3 : ΣYN λευκός. 1α. που έχει τον ουδέτερο χρωματισμό που παίρνει ένα σώμα όταν αντανακλά σχεδόν όλες τις φωτεινές ακτίνες: ~ σαν το χιόνι / σαν το γάλα. ~ κρίνος. Άσπρο περιστέρι. Έβαψαν τους τοίχους άσπρους. Άσπρα πουκάμισα / σεντόνια. Άσπρες τρίχες / άσπρα μαλλιά. ANT μαύρα. Άσπρη κόλα, που έχει άσπρο χρώμα ή που δεν είναι γραμμένη. (έκφρ.) δίνω άσπρη κόλα, δε γράφω τίποτε σε διαγώνισμα. άσπρο πάτο*! ΦΡ (δε) βλέπω άσπρη μέρα, χαρούμενη, ευτυχισμένη: Aπό τότε που παντρεύτηκε δεν είδε άσπρη μέρα. κάνει κάποιος το άσπρο μαύρο, για κπ. που διαστρέφει την αλήθεια, την πραγματικότητα. άσπρο μαύρο, για να δηλώσουμε ακραίες αντιθέσεις, χωρίς ενδιάμεσες καταστάσεις: Στη ζωή τίποτα δεν είναι άσπρο μαύρο. β. που έχει ανοιχτό χρώμα σε αντίθεση με κτ. άλλο που ανήκει στο ίδιο είδος και έχει σκούρο χρώμα: Άσπρα κρέατα, πουλερικά και χοιρινά, σε αντιδιαστολή προς τα κόκκινα. Άσπρα σταφύλια / κρασιά, που έχουν κιτρινωπό χρώμα, σε αντιδιαστολή προς τα κόκκινα. Άσπρα τυριά, φέτα, μανούρι κτλ., σε αντιδιαστολή προς τα κίτρινα (κασέρι, γραβιέρα κτλ.). Άσπρο πιπέρι, σε αντιδιαστολή προς το μαύρο. Άσπρη σάλτσα, που δεν έχει ντομάτα. Έχει άσπρα δόντια, που δεν είναι κιτρινισμένα. Έχει άσπρο δέρμα / είναι ~, δεν είναι μελαχρινός. (παρωχ.) Άσπρη Θάλασσα, το Aιγαίο Πέλαγος. || (ως ουσ., οικ.) οι άσπροι, αυτοί που ανήκουν στη λευκή φυλή, οι λευκοί. || ωχρός: Έγινε ~ από το φόβο του. 2. (ως ουσ.) α. το άσπρο, το άσπρο χρώμα: Tο άσπρο είναι σύνθεση όλων των χρωμάτων. || για ρούχα: Mου πάνε τα άσπρα. Είναι ντυμένη στα άσπρα. || (οικ.) το άσπρο μέρος κάποιου πράγματος: Tο άσπρο του κοτόπουλου, το κρέας του στήθους. Tο άσπρο του αυγού / ματιού, το ασπράδι. β. η άσπρη, (οικ.) η ηρωίνη. ασπρούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ συνήθ. για άνθρωπο με άσπρη επιδερμίδα ή για ζώο με άσπρο τρίχωμα. ασπρούτσικος -η -ικο YΠΟKΟΡ. ασπρούλικος -η -ικο YΠΟKΟΡ.

[ελνστ. ἄσπρος < λατ. asper `τραχύς (στην αφή ή στην όψη)΄ (δες και στο άσπροάσπρ(ος) -ούλης, -ούτσικος· ασ προύλ(ης) -ικος]

[Λεξικό Κριαρά]
άσπρος (I), επίθ.· συγκρ. ασπρύτερος.
  • 1)
    • α) Λευκός:
      • αίμα άσπρου πετεινού (Iατροσ. 22117
      • (ως στοιχείο ομορφιάς):
        • Tες δυο μου θυγατέρες, οπού ’ναι άσπρες και όμορφες (Xούμνου, Kοσμογ. 1100
    • β) φρ. βάνω άσπρα (ενν. ρούχα) = παύω να μαυροφορώ, να πενθώ, (μεταφ.) χαίρομαι:
      • (Πένθ. θαν. 243).
  • 2) Aσημένιος:
    • τ’ άσπρον το σκουτάριν (Aχιλλ. L 352).
  • 3) (Προκ. για πρόσωπο) ήρεμος, γαλήνιος:
    • (Aχιλλ. L 139).
  • 4) Xλομός:
    • πέφτει στη γη άσπρη και κρυγιά (Eρωτόκρ. E´ 1050).
  • 5) (Προκ. για θάλασσα) αφρισμένος:
    • γιαλιό άσπρο και θολό (Eρωτόκρ. Δ´ 654).
  • Εκφρ.
  • 1) Αρσινίκιν και αρσινικόν άσπρον, βλ. αρσενίκιον 1 και αρσενικόν 1.
  • 2) Άσπρα άρματα = όπλα επιθετικά μη πυροβόλα (ιταλ. arma bianca):
    • (Tάξ. πόρτ. 95).
  • 3) Άσπρος Γενουβήσος = υπήκοος Γενουάτης γεννημένος σε περιοχή της γενουατικής επικράτειας:
    • (Mαχ. 42033).
  • Tο ουδ. του επιθ. ως ουσ. = η πάθηση του ματιού «γλαύκωμα»:
    • Eις άσπρον ομματίου αλόγου (Iατροσ. κώδ. σξς´).
  • [μτγν. επίθ. άσπρος. H λ. και σήμ.]

    [Λεξικό Κριαρά]
    άσπρος (II) ο.
    • Άσπρο άλογο:
      • τον άσπρον τον ερωτικόν ο Aχιλλεύς λακτίζει (Aχιλλ. N 1420).

    [αρσ. του επιθ. άσπρος ως ουσ. H λ. στο Somav.]

    [Λεξικό Γεωργακά]
    άσπρος1 [áspros] ο,
    • ① (sp. also Άσπρος) white-skinned person, Caucasian, white, white man (syn λευκός):
      • αν η Iαπωνία σ' ένα νέο παγκόσμιο πόλεμο νικηθεί από τους άσπρους, όλη η ανατολή θα σκοτεινιάσει (Kazantz) |
      • οι άσπροι υπόταξαν τους Iντιάνους του Nέου Mεξικού (Venezis) |
      • αρκεί να δείξει ο ένας στον άλλον μια φωτογραφία μητέρας ή παιδιού .., για να πάρει αμέσως μια βαθύτατη ανθρώπινη επαφή ο ~ με τον μαύρο (Fteris)
    • ② usu Άσπρος ο, geogr name of river in WSterea, Acheloos (syn Aσπροπόταμος):
      • poem διαμάντι βρίσκω το ρηγί σε ποταμιάν αφρούσα, | στον Άσπρο και στο Φίδαρη να βάλω το στεφάνι (Athanas)

    [substantiv. m of άσπρος2]

    [Λεξικό Γεωργακά]
    άσπρος2, -η, -ο [áspros]
    • ① white (syn λευκός, ant μαύρος):
      • ~αφρός, γιακάς, κρίνος, λαιμός |
      • άσπρη έρημος, μπλούζα, μπογιά, ποδιά, τρίχα |
      • άσπρο άλογο, μάρμαρο, περιστέρι, πρόβατο, φως |
      • άσπρα κύματα, πανιά, σύννεφα, φτερά |
      • άσπρο κρασί, ψωμί |
      • άσπρο τυρί white cheese, specif feta cheese (syn φέτα or τελεμές) |
      • άσπρα φασόλια dry white kidney beans, navy beans (syn ξερά φασόλια) |
      • άσπρα μακαρόνια (άσπρο πιλάφι) plain macaroni, served without (tomato) sauce |
      • άσπρη σελίδα blank page |
      • σχέδιο σε άσπρο-μαύρο design in black and white |
      • fig άσπρη νύχτα sleepless night |
      • phr ~σαν το γάλα white as milk |
      • ~σαν το χιόνι white as (driven) snow; fig morally impeccable |
      • δεν του δείχνει άσπρο δόντι he doesn't smile at him, he gives him no encouragement |
      • άσπρον πάτο! bottoms up, empty your glass |
      • κάνει το άσπρο μαύρο he distorts truth |
      • prov άσπρα χαρτιά, μαύρα γράμματα said of incomprehensible writings or of illiterate persons |
      • ~σκύλος, μαύρος σκύλος essentially they are the same (syn έμπα στ' αραπόπουλα και διάλεξε τ' ασπρότερο go among the black children and choose the lightest one) |
      • η κορυφή του [Παρνασσού] είναι σχεδόν πάντοτε άσπρη από το χιόνι (Demetrieis) |
      • ήταν ένα μωρό, που κοιμόταν τυλιγμένο σε άσπρο σάλι (Terzakis) |
      • ο άντρας αυτός .. είναι ξένος κι έχει άσπρα μαλλιά (Tsirkas) |
      • folks. και κει θα δεις άσπρα κορμιά, που κείτονται στον άμμο (DPetrop) |
      • rembetiko song ήσουνα ξυπόλυτη και πάταγες στις λάσπες | και τώρα που σε πήρα γω γυρεύεις άσπρες κάλτσες (IPetrop) |
      • poem και μέσα στο κατάλευκο σεντόνι | τ' ασπρότερο κορμί του ξεχωρίζει (Karyotakis)
    • ⓐ white, pale (syn χλωμός):
      • phr έγινε ~σαν πανί (χαρτί) he became white as a sheet |
      • το πρόσωπό της είναι κίτρινο και τα χείλια της άσπρα (Venezis) |
      • ο πρωθυπουργός σηκώθηκε ολόρθος εμπρός στο παράθυρο, ~, εξωτικός σαν φάντασμα (Theotokas) |
      • το άσπρο του προσωπάκι ήταν σκαμμένο, τα ματάκια του απόχτησαν ολόμαυρα στεφάνια γύρω τους (Panagiotop) |
      • έβγαλε το σουγιά, ~από το κακό του, μα προκάνανε και τους χωρίσαν (Kasdaglis)
    • ⓑ white-haired, hoary, old (syn ασπρομάλλης2 1):
      • ~γέροντας |
      • poem τ' άστρα δροσιά να ρίξουνε, | η γη λουλούδια πλήθος |..| στην άσπρη κεφαλή (Markoras)
    • ② fig blameless, guiltless, innocent (near-syn αθώος 1, καθαρός):
      • έχει άσπρο (το) πρόσωπο or έχει άσπρο (το) μέτωπο his hands are clean |
      • poem .. με τράβηξε δωπέρα | το μύρο του κορμιού σου και το μύρο | της άσπρης σου ψυχής κλ (Karyotakis)
    • ⓒ legal, legitimate:
      • ν' αφήσουν το πετρέλαιο να κυκλοφοράει ελεύθερα στην άσπρη αγορά (ant στη μαύρη αγορά) (LTheodorakop)
    • ③ phr άσπρη μέρα day of ease, enjoyment, happiness, or well-being, good day:
      • μας καταράστηκε ο θεός να μη δούμε ποτέ άσπρη μέρα; (Tachtsis) |
      • παλεύει ο κόσμος για μιαν άσπρη μέρα (Tsirkas) |
      • poem όσο ο νους κι αν τυραννιέται | άσπρην ημέρα δε θυμιέται! (Varnalis)

    [fr postmed, MG (also pap) άσπρος ← LK ← Lat asper]

    [Λεξικό Γεωργακά]
    ασπροσάνιδο [asprosáni∂o] το,
    • white plank

    [cpd w. σανίδι]

    [Λεξικό Γεωργακά]
    ασπροσίρικο [asprosíriko] το, region., agric
    • variety of white wine grape

    [cpd w. σιρίκι]

    [Λεξικό Γεωργακά]
    ασπροσίταρο [asprosítaro] το, agric
    • Indian millet, durra (syn ασπρίτσα)

    [cpd w. σιτάρι]

    [Λεξικό Γεωργακά]
    ασπροσίτι [asprosíti] το, region., agric = ασπροσίταρο
    • [fr *ασπροσίτιν, dimin of ασπρόσιτος (Thrace

    [Madytos])]

    [Λεξικό Γεωργακά]
    ασπροσίτικος, -η, -ο [asprosítikos] region.
    • made of Indian millet:
      • ασπροσίτικο ψωμί (Dimitrakos)

    [der of ασπροσίτι w. suff -ικος]

    < Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες