Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άσπορος, επίθ.
-
- (Προκ. για το Xριστό) που η σύλληψή του έγινε ασπόρως:
- δοξάζομεν τον άσπορόν σου τόκον (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 465).
[αρχ. επίθ. άσπορος. H λ. και σήμ.]
- (Προκ. για το Xριστό) που η σύλληψή του έγινε ασπόρως:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσπορος, -η, -ο [ásporos]
- ① unsown (syn ανάσπορος, άσπαρτος):
- αν απομείνει άσπορη η γης, πάει, χαθήκαμε (Prevelakis)
- ② not having sown:
- έπιασαν τα κρύα κι έμεινε ~
- ③ having or involving no seed or sperm, seedless (syn άσπερμος L, ασπόριστος):
- άσπορα φρούτα |
- Christ rel η άσπορη σύλληψη της Θεοτόκου Jesus' conception in Mary's womb without human agency (cf άσπιλη σύλληψη) |
- poem .. έν' άσπορο αβγό στην αρχή | η μαυροφτέρουγη νύχτα γεννάει (Stavrou Ar)
[fr MG άσπορος ← PatrG, K (also pap), AG]
- ① unsown (syn ανάσπορος, άσπαρτος):



