Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσπλαχνα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άσπλαχνα [ásplaxna] adv
  • cruelly, mercilessly, ruthlessly (syn αλύπητα 1):
    • γελάει, φέρεται ~ |
    • την έσφαξε ~ |
    • παίζουνε με τη ζωή μας τόσο ~ (Melas) |
    • δεκαέξι καλόγριες εκτελέσθηκαν ~ στη λαιμητόμο (Papatsonis) |
    • rembetiko song ~μ' εγκαταλείπεις για καινούργιες συντροφιές (IPetrop) |
    • poem .. τ' άλογα με βιάση | στων Aχαιών τον σούρναν ~τα βαθουλά καράβια (Homer Il 22.465 Kaz-Kakr) |
    • .. οι αρχάγγελοι ~ τα ρίφια θα χωρίζουν | απ' τα πρόβατα κλ (Kazantz)

[fr postmed άσπλαχνα ← άσπλαγχνα (Somavera), der of AG ἄσπλαγχνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες