Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άσπλαγχνα, επίρρ.
-
- Xωρίς οίκτο, ανελέητα:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [1143]).
[<επίθ. άσπλαγχνος. T. ‑χνα σήμ. H λ. στο Somav.]
- Xωρίς οίκτο, ανελέητα:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[<επίθ. άσπλαγχνος. T. ‑χνα σήμ. H λ. στο Somav.]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |