Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άσπαρτα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
άσπαρτα [ásparta] adv
  • without sowing:
    • έχω ~ακόμα |
    • ~ φυτρώνει η γλυστρίδα

[fr postmed (Somavera) άσπαρτα, der of άσπαρτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασπαρτάριστος, -η, -ο [aspartáristos] region.
  • not shaking or trembling, motionless (syn ασπάραχτος):
    • έβλεπαν κρεμασμένη τη Δεσποινούλα στο χέρι του λοχία σαν πουλί ασπαρτάριστο, για σφάξιμο (Voiskou)

[cpd w. σπαρταριστός (: σπαρταρίζω ← σπαρταρώ)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go