Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσκεφτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άσκεφτος -η -ο [áskeftos] Ε5 : (λαϊκότρ.) απερίσκεπτος.

[αρχ. ἄσκεπτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
άσκεφτος, -η, -ο [ásceftos]
  • ① unthinking, unheeding, unattentive (syn άμυαλος2 1, απερίσκεπτος 1, αστόχαστος2 1, άστοχος 4, ασυλλόγιστος):
    • άσκεφτα λόγια, άσκεφτες κουβέντες |
    • άσκεφτο παιδί, κορίτσι |
    • ~παίκτης |
    • άσκεφτη ψυχή |
    • prov ~ο νους, διπλός ο κόπος w. an unattentive mind, you double your labors |
    • poem αν θες τον άσκεφτό σου νου στο εμπόριο να τον στρέψεις κλ (Skipis)
  • ② thoughtless, ill-considered, imprudent (syn απερίσκεπτος 2, αστόχαστος2 2, ασυλλόγιστος):
    • άσκεφτη ορμή |
    • απάντησε με ένα άσκεφτο ναι |
    • poem απότολμό μας ένοπλο μεγάλο βήμα, | δεν ξέρω αν ήσουν άσκεφτο κλ (Athanas)

[fr postmed άσκεπτος ← K ← AG (Aristoph, Thuc.), cpd w. *σκεπτός; cf περίσκεπτος (Hom.), εὔσκεπτος (Plato) etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες