Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσεβα [áseva] adv
- impiously, disrespectfully (syn L ασεβώς):
- poem .. ξαπλώσατε ~τα χέρια προς εμένα | και στα νησιά μου στρέψατε άσελγα τη δούλη σκέψη (Sikel)
[der of άσεβος]
- impiously, disrespectfully (syn L ασεβώς):



