Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρπα-κόλλα [árpa kόla] adv phr (written also αρπακόλλα & στο άρπα-κόλλα)
- fast and sloppily:
- έγραψε ένα άρθρο έτσι ~ |
- χτίζουν πολυκατοικίες στο ~
[cpd of άρπα (2sg imper aor of αρπάζω) & κόλλα (2sg imper aor of κολλώ)]
- fast and sloppily:



