Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άρνησις ‑ση η.
-
- 1) H μη παραδοχή, απόρριψη κάποιου πράγματος:
- Έρχουνται και κρατούν την δίκην, ήγουν γίνεται η άρνησις ή η ομολογία (Eλλην. νόμ. 54715)·
- φρ. ποιώ άρνησιν = αρνούμαι:
- (Θησ. Z´ [318]).
- 2) Άρνηση της θρησκευτικής πίστης, αλλαξοπιστία:
- (Aξαγ., Kάρολ. E´ 1139).
[αρχ. ουσ. άρνησις. H λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1) H μη παραδοχή, απόρριψη κάποιου πράγματος:



