Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρματα
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Κριαρά]
αρμάτα η.
– Βλ. και αρμάδα.
  • 1) Πολεμικός στόλος:
    • Όλ’ η αρμάτα έριξε κανόνια και λουμπάρδες (Tζάνε, Kρ. πόλ. 40726).
  • 2) Eκστρατεία:
    • (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 196v).

[<ιταλ. armata. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άρματα s. άρμα (το)
[Λεξικό Γεωργακά]
αρμάτα [armáta] η, region. (Thess,
  • Maced, Epir)
  • ① battle gear, armor, panoply (syn αρματωσιά 1b, L πανοπλία):
    • πήγαμε στο μοναστήρι σου, να σε ντύσουμε με τη μεγάλη σου πολεμική ~ |
    • ετούτη όλην την ~ τη στοιβάξανε σε μιαν αποθήκη (Prevelakis) |
    • καθισμένονε σε θρονί, φορεμένονε την ~ και την κορόνα του τον κατεβάσανε σε μια γυάλινη κασέλα (Vlami) |
    • poem και τη δικιά σου ~
  • ② richly ornamented attire or dress (near-syn αρματωσιά 3):
    • poem και πάλι ξαναπρέπει σου βαριάν ~ |
    • τα ευωδιασμένα ανοίχτε νυφικά σεντούκια σας, κεράδες, | και ξεδιαλέχτε απ' τ' ακριβά προυκιά την πιο καλήν ~ (Kazantz Od 1.972)

[der of αρματώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρματαγωγό το [armataγoγó] Ο38 : πολεμικό πλοίο, κατάλληλο για να μεταφέρει άρματα μάχης, κυρίως σε αποβατικές επιχειρήσεις: Στον πολεμικό μας στόλο προστέθηκαν δύο καινούρια αρματαγωγά.

[λόγ. αρματ- (άρμα)23 + -αγωγόν, κατά το οπλιταγωγόν]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρματαγωγό [armataγoγό] το, (L) navy
  • armored vehicle landing ship (near-syn οχηματαγωγό):
    • κυβερνήτης αρματαγωγού |
    • μοίρα αρματαγωγών |
    • η μεταφορά των δυνάμεων πραγματοποιήθηκε με έντεκα δρομολόγια αρματαγωγών |
    • ένα στούκας είχε ρίξει μια εμπρηστική βόμβα πάνω σ' ένα εγγλέζικο ~ (Tachtsis) |
    • poem κάτι έβγαλαν και στο εξωτερικό .. | μ' ένα μυστηριώδες πλοίο φάσμα, καταδρομικό ή ~

[fr kath (neol) αρματαγωγόν (sc πλοίον), cpd w. αγωγός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες