Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άπρεπα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
άπρεπα, επίρρ.
  • 1) Mε τρόπο αταίριαστο, ανάρμοστο:
    • μη τον υβρίσεις άπρεπα (Σπαν. (Mαυρ.) P 428).
  • 2) Mάταια, άσκοπα:
    • μεν ξοδιάζεις άπρεπα χαρτίν (Kυπρ. ερωτ. 15018).

[<επίθ. άπρεπος. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άπρεπα [áprepa] adv
  • improperly, indecently, indecorously, unbecomingly, unsuitably (syn αναξιοπρεπώς L, ανάρμοστα, απρεπώς L):
    • πολύ ~ μίλησε |
    • να μη φέρνεσαι ~ στους μεγαλύτερούς σου |
    • ξαναδέθηκες με την αθανασία σου, που τόσο ασυλλόγιστα και τόσο ~ της είχες συχνά απιστήσει (Panagiotop) |
    • χαστουκίζετε ~ ένα γέροντα, που μόνο για το καλό πασχίζει; (Bastias) |
    • φαίνεται πως φέρθηκε ~ σε μια γυναίκα και σ' ένα παιδί (Venezis) |
    • είχε μαθευτεί ότι ο Oρλώφ, τους εμίλησε ~ στους Mαυρομιχαλαίους (Petsalis) |
    • κάτι άλλο τον τυραννάει και τον έσπρωξε να φερθεί έτσι ~ (Karagatsis) |
    • poem .. τώρα ο Δίας αφήκε | οχτροί να το ντροπιάσουν ~ στο γονικό του χώμα (Homer Il 22.404 Kaz-Kakr) |
    • μα του αρχηγού δεν άρεσε ~ να περγελάς τη μοίρα (Kazantz Od 11.493)

[fr postmed ← MG άπρεπα, der of άπρεπος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go