Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπολις, -ις [ápolis] (L)
- homeless, stateless (syn άπατρις2):
- αυτός που έχει ορισμένη ιθαγένεια απαγορεύεται να καταστεί με κρατική πράξη ~
[fr kath άπολις ← PatrG, K, AG]
- homeless, stateless (syn άπατρις2):



