Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπνους [ápnus] ο, η, (L)
- breathless, lifeless, dead (syn άπνοος 2b):
- poem την ξάπλωσαν άπνου στο φορείο (Denegris)
[fr kath άπνους ← MG (Prod etc; Kriaras' Lex) ← PatrG, K ← ἄπνους, ἄπνοος]
- breathless, lifeless, dead (syn άπνοος 2b):



