Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπλυτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άπλυτα [áplita] τα,
  • ① unwashed clothes, laundry:
    • καλάθι, σάκκος για ~ |
    • τα κάρα μεταφέρουν τεράστιους μπόγους άπλυτων από τα σπίτια (Ouranis)
  • ② fig embarrassing data, unpleasant facts or details:
    • η ιστορία ήρθε στο φως μαζί με άλλα πνευματικά ~ του φασισμού (Athanasiadis-N) |
    • δεν δίστασαν να ξεπλύνουν στο στρατοδικείο όλα τα άπλυτά σας, τις διχόνοιες, τις μικροραδιουργίες (Christidis, adapted)
  • ⓐ phr βγάζω τα ~ στη (or στα) φόρα to air (wash) one's dirty linen in public, to publicize unpleasant facts about s.o.:
    • δε μ' άρεσε να βγάζω στα φόρα όλα τα οικογενειακά μας ~ (Tachtsis) |
    • poem δεν έχει ο κόσμος πιο σοφό ποιητή απ' τον Eυρυπίδη, | που τ' ~ των γυναικών στη φόρα τα 'βγαλε όλα (Stavrou Ar)
  • ⓑ phr παίρνει τ' άπλυτά του και τα πλυμένα του (και φεύγει) he left hurriedly and in disgrace:
    • folkt ο καημένος ο αδερφός του τα πήρε πλυμένα κι ~ κ' έφυγε φαρμακωμένος (Loukatos)

[substantiv. n pl for άπλυτα ρούχα; cf άπλυτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες