Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άπασα, επίθ.
-
- O καθένας:
- άπασα γένος (Θησ. (Foll.) I 101)·
- άπασα θεός (Θησ. IA´ [252]).
[θηλ. του αρχ. επιθ. άπας ως άκλιτο κοινό και για τα τρία γένη· πβ. πάσα]
- O καθένας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απασάλειφτος -η -ο [apasáliftos] Ε5 : που δεν έχει πασαλειφθεί, που δεν τον έχουν πασαλείψει.
[α- 1 πασαλειπ- (πασαλείφω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απασάλειφτος, -η, -ο [apasáliftos]
- unsmeared, unbegrimed, unsmudged (ant πασαλειμμένος):
- έβαψε το ταβάνι και δεν άφησε τίποτε απασάλειφτο
[cpd w. *πασαλειφτός (πισσαλειπτός) ← πασαλείφω (πισσαλείφω)]
- unsmeared, unbegrimed, unsmudged (ant πασαλειμμένος):



