Παράλληλη αναζήτηση
40 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άντρο το [ándro] Ο39 : 1.φυσικό κοίλωμα σε βράχο, κυρίως όταν χρησιμοποιείται ως κατοικία άγριων ζώων. 2. (μτφ.) τόπος όπου βρίσκουν καταφύγιο κακοποιοί: Δύσβατη περιοχή / απομονωμένο σπίτι που έχει γίνει ~ ληστών / τρομοκρατών. || μέρος όπου συχνάζουν ύποπτα ή ανήθικα άτομα: Ορισμένα νυχτερινά κέντρα έχουν μετατραπεί σε άντρα ακολασίας. 3. (ανατ.) ονομασία ορισμένων κοιλωμάτων του σώματος: Mαστοειδές / ιγμόρειο ~.
[λόγ.: 1: αρχ. ἄντρον `σπηλιά΄· 2, 3: σημδ. γαλλ. antre (στις νέες σημ.) < λατ. antrum < αρχ. ἄντρον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Άντρο s. Άνδρος.
[Λεξικό Γεωργακά]
- άντρο [ándro] το, (L)
- ① cave, cavern, grotto (syn σπηλιά, L σπήλαιο):
- θαλάσσιο ~ |
- στο ~ των Nυμφών έβρισκαν θησαυρούς οι αρχαιοκάπηλοι
- ② den, lair (of an animal etc):
- το ~ του θηρίου |
- κίνησε μέσα από το ~ του ο Ποσειδώνας |
- poem και από τ' άντρα τους δε βγαίνουν (sc τα ψάρια) | μες στο πέλαο να τρέχουν (Solom)
- ⓐ hideout or meeting place for illicit or immoral activity, den:
- ~ κακοποιών, ληστών, πρακτόρων του εχθρού |
- ~ ανελευθερίας, ανηθικότητας, κακουργίας |
- poem σε άντρα κρυφά που τα κουκουλώνει ο τρόμος | .. έφτιαχνα στίχους (Kanellop, transl of Ronsard)
- ③ anat antrum:
- ιγμόρειο, πυλωρικό~
[fr kath άντρον ← K (LXX), AG]
- ① cave, cavern, grotto (syn σπηλιά, L σπήλαιο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντρογέννα [androyéna] adj f
- giving birth to or bearing valiant men (usu of places):
- η ~ Kρήτη |
- είναι η χώρα μας χώρα ~, πατρίδα αντρών (Psathas)
[cpd of άντρας and γεννώ after f nouns in -α]
- giving birth to or bearing valiant men (usu of places):
[Λεξικό Κριαρά]
- αντρόγενο, αντρόγυνο(ν) το,
- βλ. ανδρόγυνον.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντρόγενο το, region. s. αντρόγυνο.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντρογυναίκα η [androjinéka] Ο25 : ψηλή και εύσωμη γυναίκα που έχει το παράστημα και την εμφάνιση άντρα και που συνήθ. συμπεριφέρεται και ενεργεί σαν άντρας.
[αντρο- + γυναίκα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντρογυναίκα [androyinéka] η, (& ανδρογυναίκα)
- woman possessing also qualities of body and mind generally considered masculine, virago (syn αντρογύναικο 2):
- εξαγριωμένη ~ |
- ~ με πολύ θηλυκό ωστόσο πρόσωπο |
- αγαπά πολύ τις γυναίκες, αλλά τις θέλει γυναίκες, όχι ανδρογυναίκες (Gryparis) |
- από τη μια όψη της είναι η χειραφετημένη, η ~, το θηλυκό το μελλόμενο (Palam) |
- αυτές οι Pωμαίες ματρόνες, οι αντρογυναίκες, κρατάνε υπόδουλους τους γιους τους σ' όλη τους τη ζωή (Roufos) |
- poem και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες (Solom)
[cpd of άντρας & γυναίκα]
- woman possessing also qualities of body and mind generally considered masculine, virago (syn αντρογύναικο 2):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντρογύναικο [androyíneko] το,
- ① myth. creature having both male and female characteristics, androgyne:
- στο ~, το ακέραιο πρωταρχικό πλάσμα, συνυπάρχουνε το αρσενικό και το θηλυκό (KPolitis)
- ② = αντρογυναίκα:
- στις τοιχογραφίες της Kνωσού βλέπουμε γυναίκες να διευθύνουν, να κυνηγούνε, να ταυρομαχούν· δίπλα όμως σ' αυτά τα αντρογύναικα, οι ίδιες τοιχογραφίες μάς παρουσιάζουν ήσυχες νοικοκυρές .. να κεντούν κλ (ChZalokostas)
[der of αντρογυναίκα or cpd of άντρας & -γύναικο; cf παλιογύναικο etc]
- ① myth. creature having both male and female characteristics, androgyne:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντρόγυνο το [andrójino] Ο41 & ανδρόγυνο το [anδrójino] Ο42 : άντρας και γυναίκα που είναι παντρεμένοι: Είναι αγαπημένο ~. Zουν σαν ~, για ζευγάρι που συζεί χωρίς να είναι παντρεμένο.
[μσν. αντρόγυνο(ν) < ελνστ. ἀνδρόγυνον (προφ. [nd] ) (διαφ. το αρχ. ἀνδρόγυνος ὁ `ερμαφρόδιτος΄)· -νδ-: λόγ. επίδρ.]