Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντέστε [adéste] & άντεστε [ádeste] επιφ. : (λαϊκότρ.) άντε, για παρακίνηση, προτροπή που απευθύνεται σε περισσότερα από ένα άτομα.
[< άντε κατά το δέστε (προστ. του βλέπω)· μετακ. τόνου κατά τον τον. του άντε]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άντεστε s. άντε1.



