Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άνθινος -η -ο [ánθinos] Ε5 : που αποτελείται, που είναι φτιαγμένος από άνθη: Άνθινο στεφάνι.
[λόγ. < αρχ. ἄνθινος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνθινος, -η, -ο [ánθinos] (L)
- floral, flowery (syn ανθένιος, λουλουδένιος):
- ~ διάκοσμος, ρόδακας, σταυρός |
- άνθινη γιρλάντα |
- άνθινες παραστάσεις |
- άνθινο άρμα, κλωνάρι, παρτέρι, στεφάνι, στόλισμα, φόρεμα |
- υποχωρούσε ο ~ και φυτικός κόσμος, μπροστά σε άλλα ζωηρά γλυπτά, τοποθετημένα επικεφαλής (Papatsonis) |
- υποβλητική είναι η εικόνα με τον έρωτα που πετάει μπροστά από άνθινο βάθος (Karouzou) |
- poem το μονοπάτι εδιάβαινες κ' είχες μια λάμψη τόση, | μια τέτοιαν άνθινη ομορφιά στο νοτισμένο χώμα (Porphyras) |
- και σ' ηύρα, τέλος, όλη, | ω γύμνια ψυχική, | με μοναχά τον άνθινο | της άνοιξης χιτώνα γύρα μου (Sikel) |
- και τρίζαν άνθινοι χυμοί στα θερινά γρασίδια (Ritsos) |
- στις δέκα βγήκαμε όξω | στη γη των Λωτοφάγων, με άνθινη που ζουν θροφή μονάχα (Homer Od 9.84 Kaz-Kakr)
[fr kath άνθινος ← K, AG, der of ἄνθος]
- floral, flowery (syn ανθένιος, λουλουδένιος):



