Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άναρθρα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
άναρθρα [ánarθra] adv
  • inarticulately:
    • η νεολαία κραύγαζε ~μ' όλην την δύναμη των πνευμόνων της από το ένα παράθυρο στο άλλο, τραγουδούσε, έσπανε πιάτα κλ (Theotokas) |
    • ο μεγάλος άνθρωπος .. βγαίνει από τα σπλάχνα του λαού του, μονάχα ό,τι ο λαός κραυγάζει ~ αυτός το διατυπώνει σε λόγο άρτιο (Kazantz)

[der of άναρθρος; cf kath ανάρθρως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go