Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άναρθρα [ánarθra] adv
- inarticulately:
- η νεολαία κραύγαζε ~μ' όλην την δύναμη των πνευμόνων της από το ένα παράθυρο στο άλλο, τραγουδούσε, έσπανε πιάτα κλ (Theotokas) |
- ο μεγάλος άνθρωπος .. βγαίνει από τα σπλάχνα του λαού του, μονάχα ό,τι ο λαός κραυγάζει ~ αυτός το διατυπώνει σε λόγο άρτιο (Kazantz)
[der of άναρθρος; cf kath ανάρθρως]
- inarticulately:



