Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμπουλας [ámbulas] ο,
- ① small fountain, spring, usu in winter (syn in αμπολή 3):
- κατέβα στον άμπουλα να φέρεις νερό |
- δροσίζεται στον άμπουλα |
- idiom phr το αίμα τρέχει άμπουλα (syn κρουνηδόν) |
- πατούσα την τρόμπα και νόμιζα πως έβγαινε ~ το νερό (Karkavitsas) |
- ε, γέροντα, ... γερόλυκα, που εστόμωνες τους άμπουλες της Kρυόβρυσης (SPasagiannis) |
- από τα θεμέλια των σπιτιών αναβρύει νερό ~ (KAstasinop)
- ② rivulet, streamlet formed by rain water in streets (syn νεροσυρμή) [fr *άμπολας
[ámbolas], augmentat. of αμπολή, q.v.]
- ① small fountain, spring, usu in winter (syn in αμπολή 3):



