Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άμβλωση η [ámvlosi] Ο33 : (ιατρ.) τεχνητή διακοπή της κυήσεως· έκτρω ση: Aποφασίστηκε η νομιμοποίηση των αμβλώσεων. Θεραπευτική ~. Aυτόματη ~, η αποβολή.
[λογ. < αρχ. ἄμβλω(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμβλωση [ámvlosi] η, (L) obstetrics, surg
- abortion (syn προκλητή αποβολή, έκτρωση):
- προκαλώ ~ cause abortion |
- η ~ τιμωρείται
[fr AG ἂμβλωσις]
- abortion (syn προκλητή αποβολή, έκτρωση):