Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλφιτο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άλφιτο το [álfito] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : χοντροκομμένο αλεύρι: Άλφιτα από σιτάρι, πλιγούρι.

[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. ἄλφιτα τά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες