Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άλμπατρος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άλμπατρος το [álbatros] Ο (άκλ.) : μεγαλόσωμο θαλασσοπούλι που ζει στο Nότιο Aτλαντικό και στον Ειρηνικό Ωκεανό.

[λόγ. < αγγλ. albatros]

[Λεξικό Γεωργακά]
άλμπατρος [álbatros] ο, orn
  • albatross (syn άλβατρο):
    • poem δεν μπορεί πια κανείς να παρομοιάσει τους ποιητές με τους άλμπατρους, | τους πρίγκιπες αυτούς των νεφών (FBarlas)

[fr Eng albatross; s. άλβατρο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go