Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άληστος -η -ο [álistos] Ε5 : αλησμόνητος, μόνο στη λόγια έκφραση ο / η / το αλήστου μνήμης, για κπ. ή για κτ. πολύ δυσάρεστο που παραμένει έντονο στη μνήμη μας: Οι αλήστου μνήμης απριλιανοί δικτάτορες.
[λόγ. < αρχ. ἄληστος]



