Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλευρο
37 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άλευρο το [álevro] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : το αλεύρι, όταν αναφερόμαστε στη βιομηχανική παραγωγή ή στην εμπορική του χρήση: Aυξήθηκε η τιμή των αλεύρων. Εξαγωγή / εισαγωγή αλεύρων. Άλευρα πρώτης ποιότητας.

[λόγ. < αρχ. ἄλευρον (συνήθ. πληθ. ἄλευρα)]

[Λεξικό Γεωργακά]
άλευρο [álevro] το, (L)
  • flour, meal:
    • άλευρα αρτοποιίας |
    • κάνει εμπόριο με άλευρα |
    • folkt πήγε ... να πάρη λίγο ~ ή κανένα ψωμί να φάνε τα παιδιά του (Loukatos)

[fr K (pap BC & down to 8th c. AD), PatrG (5th c. AD) ἄλευρον, usu pl]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλευρο- [alevro] & αλευρό- [alevró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αλευρ- [alevr], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. αλεύρι ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: 1. σε σύνθετα ουσιαστικά: α. προσδιοριστικά: αλευραποθήκη, αλευρέμπορος, αλευρόκολλα. β. αντικειμενικά: ~ποιός, ~πώλης. 2. σε σύνθετα επίθετα: ~ειδής, αλευρούχος.

[ελνστ. & λόγ. < ελνστ. ἀλευρ(ο)- θ. του αρχ. ουσ. ἄλευρο(ν) ως α' συνθ.: ελνστ. ἀλευρο-ποιῶ `μετατρέπω σε αλεύρι΄, μσν. αλευ ρο-ποιία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλευρο- [alevro] 1st me of cpds
  • of άλευρον or αλεύρι.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλευροβιομηχανία η [alevroviomixanía] Ο25 : βιομηχανία παρασκευής αλεύρων.

[λόγ. αλευρο- + βιομηχανία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλευροβιομηχανία [alevroviomixanía] η,
  • flour industry:
    • η ~ κατά τα 1927 έφτασε να παράγη 75% άσπρο αλεύρι και μόνο 25% πιτυρούχο (Saratsis)

[neol, cpd w. βιομηχανία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλευροβιομήχανος ο [alevroviomíxanos] Ο20α : ιδιοκτήτης αλευροβιομηχανίας.

[λόγ. αλευρο- + βιομήχανος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλευροβιομήχανος [alevroviomíxanos] ο,
  • flour manufacturer, owner of a flour mill (syn αλευροποιός 2):
    • (το κιτρινωπό χρώμα των μακαρονιών από τη γλουτίνη του σιταριού) το προσθέτουν καμιά φορά οι αλευροβιομήχανοι, όταν δεν υπάρχη από φυσικό του (Saratsis)

[cpd w. βιομήχανος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλευροδόχη [alevro∂ó i] η,
  • wooden bin in the mill into which the ground flour falls, flour bin (syn αλευροθήκη, αλευρού):
    • poem κ' εφτά σκουληκοπόταμοι κινούν στη μαύρη αλευροδόχη (Kazantz Od 11.159)

[cpd w. -δόχη : δέχομαι; cf αμμοδόχη, καπνοδόχη (K), ουροδόχη etc bes καπνοδόχος, ουροδόχος etc]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλευροειδής, -ής, -ές [alevroi∂ís] (L)
  • farinaceous, floury (syn αλευρώδης)

[der w. suff -ειδής]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες