Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλειψη
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άλειψη [álipsi] η, (L)
  • smearing, coating, anointing (syn επάλειψη, επίχρισμα):
    • ~ με μύρο των ποδών του Iησού από την αμαρτωλή γυναίκα

[fr K (pap), PatrG ἄλειψις 'oiling; anointing; coating']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες