Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άκομψα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
άκομψα [ákompsa] adv
  • awkwardly, dowdily, ungracefully, inelegantly (syn άγαρμπα, χωρίς γούστο or κομψότητα, ant κομψά):
    • γράφω ~ write inelegantly |
    • ο Mελέτης χαιρετούσε τότες ~, με μεγάλη απάθεια και δεν μιλούσε (Myriv) |
    • (η κυβέρνηση) απολύθηκε, όπως κ' είχε διοριστή, ~· έφυγε κάπως άγαρμπα, αλλά ικανοποιητικά (Christidis)

[der of άκομψος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go