Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άκκισμα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άκκισμα το [ákizma] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : ακκισμός.

[λόγ. ακκισ- (ακκίζομαι) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
άκκισμα [ácizma] το, (L)
  • affectation, coquetry (syn in ακκισμός)

[fr MG άκκισμα (12th c.), der of ακκίζομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go