Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άθυμος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άθυμος -η -ο [áθímos] Ε5 : (λόγ., για πρόσ.) που δεν έχει καλή ψυχική διάθεση· άκεφος: Tο παιχνίδι μεταβάλλει τα άθυμα και μελαγχολικά παιδιά σε εύθυμα.

[λόγ. < αρχ. ἄθυμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άθυμος, -η, -ο [áθimos]
  • dispirited, despondent, crestfallen (syn άκεφος, δύσθυμος, κακόκεφος, στενοχωρημένος, ant ευδιάθετος, εύθυμος, κεφάτος, πρόσχαρος):
    • περιμένει άθυμη το σύζυγό της |
    • τα παιχνίδια μεταβάλλουν ... τα άθυμα και μελαγχολικά (sc παιδιά) σε εύθυμα (Tsiantas) |
    • η ζωή του αυτή είναι άθυμη (Chourmouzios) |
    • κάθισα στην καρέκλα μουδιασμένος κι ~(Terzakis)

[fr AG, K, PatrG ἄθυμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go