Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άδενδρος
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
άδενδρος, επίθ.
  • Που δεν έχει δέντρα·
    • (προκ. για πανσέληνο χωρίς σκιές):
      • (Eρωτοπ. 450).

[μτγν. επίθ. άδενδρος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άδενδρος s. άδεντρος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άδενδρος -η -ο [áδenδros] & άδεντρος -η -ο [áδendros] Ε5 : για έκταση που δεν έχει δέντρα, που είναι γυμνή από δέντρα: ~ και άξενος τόπος. Οι πλαγιές του βουνού ήταν άδεντρες.

[-ντρ-: ελνστ. ἄδενδρος (προφ. [nd], δες Δ)· -νδρ-: λόγ. επίδρ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go