Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άγομαι
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
άγομαι [áγome] mi
of άγω
  • fig be led or driven:
    • άγεται από την αγωνία της φιλοσοφίας κι όχι από την αυταρέσκεια του τίτλου της (Terzakis) |
    • σε αντίστοιχα συμπεράσματα ~ και από την υπόθεση των σχέσεων Kαποδίστρια-Mουστοξύδη (Dimaras)

[fr kath ← AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go