Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άβρεχτος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άβρεχτος -η -ο [ávrextos] & άβρεχος -η -ο [ávrexos] Ε5 : που δε βράχηκε, που δεν είναι βρεγμένος· στεγνός, αμούσκευτος: Tο κορμί του όλο βράχηκε και μόνο το κεφάλι του έμεινε άβρεχτο. Tρώει το παξιμάδι του άβρεχτο. Συνήθως σιδερώνει τα ρούχα άβρεχτα, χωρίς να τα ραντίσει.

[αρχ. ἄβρεκτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · α- 1 βρέχ(ω) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άβρεχτος, -η, -ο [ávrextos]
  • not wet, dry (syn άβροχος, ξηρός, στεγνός):
    • το κεφάλι του έμεινε άβρεχτο |
    • άβρεχτη μέρα a dry day |
    • folks. για να βρεχτούν οι άβρεχτοι, να πιουν οι διψασμένοι
  • ⓐ unsoaked (syn αμούσκευτος, αδιάβροχος)
  • ⓑ not watered

[cpd of βρεχτός 'wet' ← MG βρεκτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go