Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άβαφτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άβαφτος, -η, -ο [ávaftos] s. άβαφος (s. this)

[fr AG ἄβαπτος ← ἀ- & βαπτός 'dipped, dyed']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες