Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άβαλτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άβαλτος -η -ο [ávaltos] Ε5 : που δεν τον έχουν βάλει, δεν τον έχουν ακόμα τοποθετήσει στο μέρος για το οποίο προορίζεται· ατοποθέτητος. ANT βαλμένος: Άβαλτα παράθυρα. || (για ενδύματα ή υποδήματα) αφόρετος.

[α- 1 βαλ- (βάζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άβαλτος, -η, -ο [ávaltos]
  • ① not placed in position (syn ατοποθέτητος):
    • τα κεραμίδια είναι άβαλτα the tiles have not been placed
  • ② unplanted (syn αφύτευτος):
    • αμπέλι άβαλτο |
    • έχω τα κρεμμύδια άβαλτα
  • ③ unworn, new (syn αφόρετος, αμεταχείριστος):
    • άβαλτη φορεσιά |
    • άβαλτο ρούχο |
    • τα παπούτσια είναι άβαλτα.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες