Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Μόσχοβος ο.
-
- Ο κάτοικος της Μόσχας· (συνεκδ.) Ρώσος:
- Ν’ αρματωθούν οι Μόσχοβοι κρυφά … οι Λέχοι μη προλάβουσι … και μας κτυπήσουν (Βίος Δημ. Μοσχ. 561).
[<τοπων. Μοσχοβία + κατάλ. ‑ος. Η λ. και σε κείμ. 18.-19. αι. και δημ. τραγ.]
- Ο κάτοικος της Μόσχας· (συνεκδ.) Ρώσος:



