Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Λάζαρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Λάζαρος ο [lázaros] Ο19 : κυρίως στην έκφραση σαν το Λάζαρο, για άνθρωπο που έχει όψη χλωμή, που είναι αδύνατος και ταλαιπωρημένος (από αρρώστια, κακουχίες κ.ά.).

[ελνστ. Λάζαρος (από τα εβρ.), που τον ανέστησε ο Ιησούς απ΄ τον τάφο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες